- καθεκλοποιός
- οκατασκευαστής ή επισκευαστής καρεκλών, καρεκλάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθέκλα + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. επιπλο-ποιός, θαυματο-ποιός. Η λ., στον τ. καθεκλοποιοί, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθεκλοποιία — η η τέχνη τής κατασκευής καρεκλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθεκλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Πρωία] … Dictionary of Greek
καθεκλοποιείο — το [καθεκλοποιός] εργαστήριο κατασκευής καρεκλών, καρεκλάδικο … Dictionary of Greek